μεσημβρία

μεσημβρία
μεσημβρία
Grammatical information: f.
Meaning: `midday', as direction `south' (Att. A.);
Other forms: -ίη (Archil., Hecat.), μεσαμβρίη (Hdt.)
Derivatives: μεσημβρινός (Att.), Dor. (Theoc.) μεσαμβρινός `of the midday, southern' (after the adj. of time in -ινός; cf. Risch Mus. Helv. 2, 17); μεσήμβριος `southern' (Ruf. ap. Orib.), f. μεσημβριάς (Nonn.); also (after Dor. ἀμέρα) τὸ μεσᾱμέριον `on the midday' (Theoc.). Denomin.: μεσημβρ-ιάζω (Pl.), -ίζω (Str.), ptc. -ιάων, -ιόων (AP, A. R.) `pass the midday, culminate', of sun and stars.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Abstract formation in -ία from μέσον ἆμαρ or from a (supposed) adj. PGr. *μέσ-ᾱμ(β)ρ-ος, -ιος `of the middle of the day' to the zero grade of ἆμαρ `day'; from this with PGr. shortening μεσ-ᾰμβρ-ία, -ίη (Schwyzer 279) and, with analogical η after ἦμαρ, ἡμέρα, μεσ-ημβρ-ία.
Page in Frisk: 2,213

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεσημβρία — μεσημβρίᾱ , μεσήμβριος fem nom/voc/acc dual μεσημβρίᾱ , μεσήμβριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱ , μεσημβρία midday fem nom/voc/acc dual μεσημβρίᾱ , μεσημβρία midday fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱ , μεσημβριάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρίᾳ — μεσημβρίᾱͅ , μεσήμβριος fem dat sg (attic doric aeolic) μεσημβρίαι , μεσημβρία midday fem nom/voc pl μεσημβρίᾱͅ , μεσημβρία midday fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρία — I Αρχαία πόλη στη θρακική παραλία του Εύξεινου Πόντου. Πρόκειται για τη βορειότερη από τις ελληνικές αποικίες, χτισμένη σε φυσικά οχυρή χερσόνησο με ασφαλισμένο λιμάνι, το οποίο της προσέφερε τη δυνατότητα να αναπτύξει αξιόλογη ναυτική και… …   Dictionary of Greek

  • μεσημβρία — η 1. το μέσο της μέρας, το μεσημέρι. 2. ο νότος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέα Μεσημβρία — Sp Nèa Mesimvrijà Ap Νέα Μεσημβρία/Nea Mesimvria L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέα Μεσημβρία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 115 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης …   Dictionary of Greek

  • μεσημβρίας — μεσημβρίᾱς , μεσήμβριος fem acc pl μεσημβρίᾱς , μεσήμβριος fem gen sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱς , μεσημβρία midday fem acc pl μεσημβρίᾱς , μεσημβρία midday fem gen sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱς , μεσημβριάω pres ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρίαν — μεσημβρίᾱν , μεσήμβριος fem acc sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱν , μεσημβρία midday fem acc sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱν , μεσημβριάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μεσημβρίᾱν , μεσημβριάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρίαι — μεσημβρίᾱͅ , μεσήμβριος fem dat sg (attic doric aeolic) μεσημβρία midday fem nom/voc pl μεσημβρίᾱͅ , μεσημβρία midday fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουμπάρης, Κυριάκος — (Μεσημβρία 1777 – Κωνσταντινούπολη 1860). Φιλικός. Ήταν έμπορος σιτηρών στην Κωνσταντινούπολη με μεγάλα καταστήματα και δικά του πλοία. Μυήθηκε το 1818 στη Φιλική Εταιρεία, για την οργάνωση της οποίας διέθεσε πολλά χρήματα και ανέλαβε την… …   Dictionary of Greek

  • Μέγας, Γεώργιος — (Μεσημβρία Ανατολικής Ρωμυλίας 1893 – 1976). Λαογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”